Άλλη μια προσπάθεια ένταξης Εμμίσθων Δικηγόρων υπό Υπαλληλική Ιεραρχία (Επιστολή της ΕΕΔ)
Μετά την ιστορία με το Κτηματολόγιο, την νομική υπηρεσία του ΕΦΚΑ (για την οποία ήδη έχει ασκηθεί αίτηση ακύρωσης), έρχεται μια ακόμη προσπάθεια σε Φορέα του Δημοσίου, να ενταχθεί η Νομική Υπηρεσία υπό Οργανική Μονάδα της οποίας προΐσταται διοικητικός υπάλληλος. Άμεση ήταν η αντίδραση της ΕΕΔ με αποστολή επιστολής στον αρμόδιο Υπουργό, αλλά και στο Ε΄Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Αναμένοντας τις εξελίξεις, δεν εμφανίζουμε ακόμη τα στοιχεία της Υπηρεσίας, κάτι το οποίο μπορεί να γίνει στο μέλλον.
Ακολουθεί το κείμενο της επιστολής:
Αναμένοντας τις εξελίξεις, δεν εμφανίζουμε ακόμη τα στοιχεία της Υπηρεσίας, κάτι το οποίο μπορεί να γίνει στο μέλλον.
Ακολουθεί το κείμενο της επιστολής:
Αξιότιμε κ. Υπουργέ
Η Ένωση Εμμίσθων Δικηγόρων, που αποτελεί το
συνδικαλιστικό όργανο των εμμίσθων δικηγόρων της χώρας, ενημερώθηκε για την
έγκριση του Οργανισμού του……………….. και της έκδοσης του σχετικού Π.Δ. , κατόπιν
της επικείμενης επεξεργασίας του από το Ε’ Τμήμα του ΣτΕ. Στο εν λόγω σχέδιο
ρυθμίζεται, μεταξύ άλλων, η οργάνωση του «Δικαστικού Τμήματος» του ………………. όχι
ως αυτοτελής Νομική Υπηρεσία υπαγόμενη απευθείας στο …………, όπως νομικά θα ήταν
ορθό κι επιβεβλημένο κατά το άρθρο 7 παρ. 2 περ. δδ του Ν. 4485/2017, αλλά, ως «Τμήμα»
υπαγόμενο, μάλιστα, υπό την «Αυτοτελή Διεύθυνση Υποστήριξης Κεντρικής Διοίκησης» » (άρθρο … του σχεδίου του Οργανισμού),
στην οποία, κατά το άρθρο …. του εν λόγω σχεδίου Οργανισμού, προΐσταται υπάλληλος
του κλάδου/ειδικότητας ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού.
………………
Επί των προβλέψεων αυτών σας θέτουμε υπόψη τα εξής:
Στο άρθρο 83 παρ. 2 του Π.Δ. 410/1988 ορίζεται ότι:
«2. Τα σχετικά με τους νομικούς συνεργάτες ή νομικούς συμβούλους ή δικηγόρους,
που προσλαμβάνονται με σύμβαση στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, διέπονται από
τις κείμενες γι ` αυτούς διατάξεις.»
Στο άρθρο 1 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) ορίζεται: «1. Ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός.
Το λειτούργημά του αποτελεί θεμέλιο του κράτους δικαίου. 2. Περιεχόμενο του
λειτουργήματος είναι η εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του σε κάθε
δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, η παροχή νομικών συμβουλών
και γνωμοδοτήσεων, όπως επίσης και η συμμετοχή του σε θεσμοθετημένα όργανα
ελληνικά ή διεθνή.».
Στο άρθρο 2 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «Ο δικηγόρος είναι συλλειτουργός της δικαιοσύνης. Η θέση του είναι
θεμελιώδης, ισότιμη, ανεξάρτητη και αναγκαία για την απονομή της».
Στο άρθρο 34 του Κ.Δ. ορίζεται: «1.
Ο δικηγόρος κατά την άσκηση των καθηκόντων του δικαιούται να απολαμβάνει του
σεβασμού και της τιμής που οφείλεται στο λειτούργημά του από τους
δικαστικούς λειτουργούς και από κάθε άλλο πρόσωπο που ενεργεί στο πλαίσιο
της Δημόσιας Διοίκησης.».
Επίσης στο άρθρο 42 του Κ.Δ. ορίζεται:
«Έμμισθος δικηγόρος είναι αυτός που προσφέρει αποκλειστικά νομικές υπηρεσίες,
ως νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος, σε συγκεκριμένο εντολέα, σταθερά και
μόνιμα, αμειβόμενος αποκλειστικά με πάγια περιοδική αμοιβή. Ο ίδιος δικηγόρος
μπορεί επίσης να αναλαμβάνει υποθέσεις από οποιονδήποτε άλλον, αμειβόμενος είτε
ανά υπόθεση είτε με άλλον τρόπο.».
Τέλος στο άρθρο 43 παρ.2 ορίζεται ότι: «2. Η πρόσληψη των δικηγόρων στους φορείς του δημόσιου τομέα, όπως
αυτός καθορίζεται κάθε φορά με νόμο, γίνεται με επιλογή ύστερα από προκήρυξη,
με βάση όσα παρακάτω ορίζονται, εκτός αν πρόκειται για πρόσληψη του
προϊσταμένου νομικής ή δικαστικής υπηρεσίας ή νομικού συμβούλου στους φορείς
αυτούς, ο οποίος προσλαμβάνεται με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του φορέα….».
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς
συνάγεται, ότι η κατ` εξαίρεση επιτρεπόμενη στο δικηγόρο παροχή νομικών
υπηρεσιών με πάγια αμοιβή, ρυθμίζεται από τον ως άνω Κώδικα Δικηγόρων και τους
περί εντολής κανόνες αυτού, εφόσον δεν αντίκειται στο δημόσιο χαρακτήρα αυτής
της σχέσεως. Δεν μπορεί δε, η παραπάνω παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους, να
αποτελέσει αντικείμενο σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, καθόσον η σχέση αυτή
θεωρείται και είναι σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης, και συνάπτεται με σύμβαση
ιδιόμορφης έμμισθης εντολής, η οποία λογίζεται πάντοτε ως σύμβαση αορίστου
χρόνου (ΣτΕΟλ3299/2014, ΑΠ941/1992, ΟλΑΠ 25/2002 ΕλλΔνη 43, 1019 -149/2006,
ΕφΑθ 1715/2004 ΕλλΔνη 2006.1105, ΕφΘεσσαλ 1535/ 2006 Αρμ. 2006, 1352). Ο
χαρακτήρας της σύμβασης αυτής, ως έμμισθης εντολής, δεν μεταβάλλεται στην
περίπτωση, που ο δικηγόρος συμβάλλεται με Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Οι Δικηγόροι ασκούν ελευθέριο επάγγελμα ακόμη και όταν
παρέχουν τις νομικές υπηρεσίες τους με σχέση έμμισθης εντολής και πάγια
αντιμισθία σε ΝΠΔΔ. Η σχέση της έμμισθης
εντολής, που συνδέει τους δικηγόρους με τον εντολέα τους, ακόμη και στην
περίπτωση που αυτός είναι το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α., διέπεται βασικά από
τον Κώδικα περί Δικηγόρων και η σχέση της πάγιας αντιμισθίας κατ’άρθρο 42 του
Κώδικα Δικηγόρων συνιστά σχέση έμμισθης εντολής και δεν θεμελιώνει υπαλληλική εξάρτηση (ΣτΕ 3299/2014, 912/2012, 909/2011, 696/2008, 1438/2005). Ο
Νομοθέτης δηλαδή, προσδίδει στον δικηγόρο την ιδιότητα του δημοσίου λειτουργού
και όχι του υπαλλήλου, δηλαδή του απασχολούμενου με σχέση εξαρτημένης εργασίας
και αυτό, για να διατηρεί την ανεξαρτησία της γνώμης του, μη υπαγόμενος σε κάποια υπαλληλική ιεραρχία, όχι μόνον διότι η
εργασιακή ή υπαλληλική σχέση δεν συνάδει με το χαρακτήρα της δικηγορίας, ως
ελεύθερου επαγγέλματος, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κώδικα Δικηγόρων και
απαγορεύεται ρητά από το άρθρο 7 παρ. 1 περ. γ του Κ.Δ., αλλά και γιατί το
διευθυντικό δικαίωμα οποιουδήποτε εργοδότη δεν συμβιβάζεται με την ανεξαρτησία,
που πρέπει να έχει ο δικηγόρος κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Αντίκειται δε, στην δια του Κώδικα Δικηγόρων
επιδιωκόμενη και με πολλές διατάξεις περιφρουρούμενη αξιοπρέπεια και
ιδιάζουσα ανεξαρτησία του δικηγορικού λειτουργήματος η επιβολή στον
δικηγόρο και η αποδοχή από αυτόν υποχρεωτικού ωραρίου απασχόλησης και μάλιστα
εκείνου, που ισχύει για το υπαλληλικό προσωπικό του εντολέα, έστω και αν
παρέχει τις υπηρεσίες του με πάγια ετήσια ή μηνιαία αντιμισθία (ΕφΑθ 2402/1987,
ΕφΘες 871/1970). Για τους λόγους, άλλωστε, αυτούς, πειθαρχικό όργανο ΚΑΙ του
έμμισθου δικηγόρου των ΝΠΔΔ είναι ο Πρόεδρος του Δ.Σ.Θ. κι όχι ο Πρόεδρος του
οικείου φορέα, που παρέχει τις υπηρεσίες του.
Περαιτέρω, όπως παγίως γίνεται δεκτό, ο δικηγόρος
είναι δημόσιος λειτουργός, ταγμένος στην προάσπιση του δικαίου, ενεργεί δε
ελεύθερα και κατά την επιστημονική του πεποίθηση έναντι του εντολέως του (ad hoc ΝΣΚ
389/2012). Απαγορεύεται
και είναι ασυμβίβαστη προς το δικηγορικό λειτούργημα η ανάληψη από το δικηγόρο
οποιασδήποτε έμμισθης υπηρεσίας σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Μόνο κατ’εξαίρεση
επιτρέπεται η παροχή εκ μέρους καθαρά νομικών υπηρεσιών με πάγια ετήσια ή
μηνιαία αμοιβή με τη νομική μορφή της συμβάσεως έμμισθης εντολής, η οποία είναι
πάντοτε αορίστου διάρκειας, περιλαμβάνει απαραιτήτως την παροχή νομικών
υπηρεσιών και διέπεται από τις διατάξεις περί ανεξαρτήτων υπηρεσιών και εντολής
διατάξεις του Α.Κ. (άρθρα 648 επ. και 713 επ.ΑΚ) καθώς και από τις ειδικές για
το θέμα αυτό διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων. Κατ’ ακολουθίαν αυτή δεν
προσδίδει στο δικηγόρο την ιδιότητα του υπαλλήλου, ο οποίος υπάλληλος τελεί
σε σχέση εξαρτημένης εργασίας, ως μέλος του προσωπικού του εντολέα-εργοδότη
του, η δε αξίωσή του προς καταβολή της καθορισμένης αμοιβής απορρέει από
σύμβαση έμμισθης δικηγορικής εντολής και όχι από σχέση εξαρτημένης εργασίας
(ΟλΑΠ 1/1994, 70/2003, ΑΠ 476/2007 Γνωμ.ΝΣΚ 594/2001, 322/2008, 242/2011 και
389/2012).
Με βάση τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει, ότι οι δικηγόροι, που
παρέχουν τις υπηρεσίες τους, μεταξύ άλλων, σε ΝΠΔΔ, όπως τα Α.Ε.Ι., δεν
θεωρούνται σε καμία περίπτωση υπάλληλοι αυτού (ad hoc NΣΚ
389/2012, 98/2014, ΑΠ398/2017, 1700/2007, ΣτΕ 3690/2009, 909/2011), δεν
υπάγονται στην υπαλληλική ιεραρχία και στις διατάξεις του Υπαλληλικού
Κώδικα, υπάγονται πειθαρχικά στο Δ.Σ. του οικείου δικηγορικού συλλόγου και ασκούν
ελευθέρως τα επιστημονικά τους καθήκοντα, όπως επιβάλλει ο Νόμος και η
Συνείδησή τους.
Συνεπώς, εάν προβλέπονται
θέσεις με έμμισθη εντολή στο
οργανόγραμμα ή στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας
ενός Δημοσίου Φορέα, ……………….. που συνιστούν ΝΠΔΔ, συγκροτώντας Νομικό Τμήμα του αυτού φορέα, δεν είναι νόμιμο, κατά τα
ανωτέρω, επικεφαλής να ορίζεται διοικητικός
υπάλληλος ή μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους παρά μόνο Δικηγόρος.
Κατά συνέπεια
των ανωτέρω, η ρύθμιση του άρθρου …………..,
που αφορά την οργάνωση του
«Δικαστικού Τμήματος» του ………….. όχι ως αυτοτελής Νομική Υπηρεσία υπαγόμενη
απευθείας στο ………………, αλλά, ως «Τμήμα» υπό υπηρεσιακή εξάρτηση, υπαγόμενο,
μάλιστα, στην «Αυτοτελή Διεύθυνση Υποστήριξης Κεντρικής Διοίκησης» (άρθρο …. του σχεδίου του Οργανισμού), στην οποία,
κατά το άρθρο ……. του εν λόγω σχεδίου Οργανισμού, προΐσταται υπάλληλος του
κλάδου/ειδικότητας ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, δεν βρίσκει κάποιο νομικό
έρεισμα, αλλά ούτε και συνάδει με τη φύση και τη λειτουργία της έμμισθης
εντολής, δεδομένου, ότι η πρόβλεψη υπαλλήλου, ως Διευθυντή του Δικαστικού
Τμήματος του ……... όχι μόνο παραβιάζει τις ως άνω διατάξεις του Κ.Δ., αλλά και
θίγει την αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία των εμμίσθων δικηγόρων του και μεταβάλει
παράνομα και αντισυνταγματικά τη σχέση της έμμισθης εντολής σε υπαλληλική.
Κατόπιν
τούτων παρακαλούμε, όπως ληφθούν υπόψη τα ανωτέρω κατά την σύνταξη της πρότασής
Σας προς το ΣτΕ (Ε’ Τμήμα) για την επεξεργασία του σχετικού Π.Δ.
Με
τιμή
Για
την ΕΕΔ
Ο
Πρόεδρος
Ανδρέας
Κουτσόλαμπρος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου